γλωσσομάθεια
η γνώση άλλων γλωσσών πέρα της μητρικής
νεολογισμός
μια λέξη ή φράση που έχουν δημιουργηθεί πρόσφατα
αλλόγλωσος
που μιλάει άλλη, διαφορετική γλώσσα
ομόγλωσσος
που μιλά την ίδια γλώσσα με κάποιον άλλον
διγλωσσία
η χρήση από ένα άτομο, μία γεωγραφική ζώνη, κλπ. δύο γλωσσών
λεξιπενία
η χρήση εξαιρετικά περιορισμένου, φτωχού, λεξιλογίου από άτομο ή ομάδα
Ποια είναι τα συνώνυμα της ΛΕΞΙΠΕΝΙΑΣ;
Γλωσσική Συρρίκνωση
Γλωσσική Μείωση
Γλωσσική Ένδεια
Ένδεια
φτώχεια
(ενδεής=ο φτωχός)
Πολύγλωσσος
αυτός που γνωρίζει πολλές γλώσσες
Η λέξη ΓΛΩΣΣΑ έχεις πολλές σημασίες...
Βρες κάποιες από αυτές με παραδείγματα!
Γλώσσα = το ψάρι (π.χ Είναι πολύ νόστιμη η Γλώσσα που μαγείρεψε η μαμά σήμερα)
Γλώσσα= ο μαλακός μυς που υπάρχει στο στόμα μας ( π.χ Δεν καταλαβαίνω πως μπορούν και τρυπούν τη γλώσσα τους)
Γλώσσα=σύστημα λέξεων που δημιουργεί έναν κώδικα επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων (πχ Η Αγγλική γλώσσα είναι η επίσημη διεθνής γλώσσα των κρατών)
Γλώσσα= το μάθημα που κάνουμε στο σχολείο για την εκμάθηση της ομιλουμένης (π.χ Σήμερα έχω 2 ώρες συνεχόμενες Γλώσσα στο σχολείο)